- εὐδρανής
- εὐδρανήςvigorousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδρανής — εὐδρανής, ές (Μ) 1. (για πρόσωπα) ρωμαλέος, εύρωστος 2. (για ιδέες, πνευματικές ικανότητες κ.λπ.) ισχυρός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρανής (< δραίνω «είμαι έτοιμος για δράση», παράλλ. τ. τού δρω), πρβλ. α δρανής, ολιγο δρανής] … Dictionary of Greek
εὐδρανῆ — εὐδρανής vigorous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐδρανής vigorous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐδρανής vigorous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδρανεστέρων — εὐδρανής vigorous fem gen comp pl εὐδρανής vigorous masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδρανές — εὐδρανής vigorous masc/fem voc sg εὐδρανής vigorous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδράνεια — εὐδράνεια, ἡ (Α) [ευδρανής] σωματική δύναμη και υγεία («τὸ ἀδρανέστατον ταῑς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῑται», ΠΔ) … Dictionary of Greek